AFRICA STAR

ΔΕΥΤΕΡΑ 10/3/2025 – ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ ΡΙΟ 3, ΩΡΑ 8:15 Μ.Μ.

Με ελεύθερη είσοδο. Η προβολή πραγματοποιείται στην παρουσία του σκηνοθέτη Άδωνι Φλωρίδη, σε συνεργασία με την Alliance Française de Limassol στο πλαίσιο του Μήνα Γαλλοφωνίας.

Με φόντο τα σαρωτικά κύματα της πρόσφατης κυπριακής ιστορίας, τρεις γενιές γυναικών από την ίδια οικογένεια προσπαθούν να διεκδικήσουν τις ζωές τους, οι οποίες καθορίστηκαν αμετάκλητα από το ατόπημα ενός άντρα. Η ταινία του Άδωνι Φλωρίδη κέρδισε, μεταξύ άλλων, το Βραβείο Καλύτερης Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου του Λος Άντζελες 2024 και το Βραβείο Κοινού στο 37ο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου στην Αθήνα, ενώ η πρωταγωνίστριά της Μαρίνα Μακρή επιλέγηκε για την ερμηνεία της ως μία από τις/τους 10 καλύτερες/ους ηθοποιούς της Ευρώπης στη φετινή Μπερλινάλε.

«–Από πού ξετυλίγεται το αφηγηματικό νήμα αυτής της ταινίας; Από μερικές εικόνες, αναμνήσεις και ιστορίες με τις οποίες μεγάλωσα και οι οποίες επιμένουν να είναι καταχωρημένες στο μυαλό μου ως ασπρόμαυρες. Όχι που κατ’ ανάγκην έζησα ή που αποτελούν άμεσα βιώματα, αλλά που αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της ύπαρξής μου. Αυτό ως βάση πάνω στην οποία κτίστηκε το παραμύθι– γιατί περί παραμυθιού πρόκειται κι όχι περί ιστορικής καταγραφής. Ένα παραμύθι που επιχειρεί όμως να υπάρξει μέσα στις εποχές που υποτίθεται ότι διαδραματίζεται. Με άλλα λόγια, ένα παραμύθι που περιγράφει γεγονότα, όχι όπως έχουν συμβεί στην πραγματικότητα– αυτό είναι δουλειά του ιστορικού– αλλά όπως θα μπορούσαν να έχουν συμβεί. Αυτό δηλαδή που κάνει ο παραμυθάς.

Σε ποιο βαθμό είμαστε δέσμιοι των επιλογών και των αμαρτιών των προγόνων μας; Το «αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα» ανήκει σε μια θεολογική αιτιοκρατική αντίληψη του κόσμου, κάτι το οποίο συνήθως μεταφράζεται ως κοινωνικό ταμπού. Είναι όμως γεγονός ότι οι πράξεις και οι επιλογές των προγόνων μας, όχι αναγκαστικά των άμεσα βιολογικών μας προγόνων, δημιουργούν τις υλικές και κοινωνικές συνθήκες μέσα στις οποίες υπάρχουν οι επόμενες γενιές. Όμως, το να αντιμετωπίζει κανείς την κοινωνική διαδικασία ως πράξεις και επιλογές γενεών που διαδέχονται η μια την άλλη είναι επίσης μια πλασματική θεώρηση του κόσμου στον οποίο ζούμε, γιατί προϋποθέτει ένα συμπαγές ομοιογενές κοινωνικό σύνολο όπου μια γενεά διαδέχεται μια άλλη. Οι ανθρώπινες κοινωνίες δεν είναι έτσι. Είναι κατακερματισμένες με διάφορους τρόπους σε επίπεδο πολιτισμικό, οικονομικό, ταξικό. Αυτό σημαίνει ότι σε προσωπικό επίπεδο κάποιοι δεν έχουν την πολυτέλεια για «επιλογές». Κάνουν αυτό που τους επιβάλλει η ανάγκη για φυσική ή/ και κοινωνική επιβίωση.

Θεωρείς ότι είναι ποτέ αργά για να επανορθώσουμε; Εξαρτάται από το τι είδους και πόση ζημιά έχουμε κάνει. Αν η πράξη μας έχει καθορίσει με ανεπίστρεπτα αρνητικό τρόπο τη ζωή κάποιων ανθρώπων, πώς να επανορθώσουμε; Θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε με αυτό και να κουβαλούμε το βάρος στη συνείδησή μας μέχρι το τέλος. Το χειρότερο είναι ότι σ’ αυτές τις περιπτώσεις κάθε προσπάθεια επανόρθωσης έχει να κάνει με το να αισθανθούμε εμείς οι ίδιοι καλύτερα με τον εαυτό μας, να ησυχάσει η συνείδησή μας. Κι όσο περνά ο χρόνος, τόσο πιο έντονη γίνεται αυτή η προσωπική ανάγκη. Είναι σε τελική ανάλυση μια πράξη που δεν έχει να κάνει με τον «άλλο», αλλά και πάλι με τον εαυτό μας.

Σε γοητεύουν οι ανείπωτες ιστορίες; Πάρα πολύ. Πέραν όμως από τη «γοητεία», είναι το γεγονός ότι μέσα απ’ αυτές τις ανείπωτες ιστορίες είναι που συνειδητοποιείς το πομπώδες ψέμα της κυρίαρχης αφήγησης. Είναι εκεί όπου η επίσημη ιστορία αποδομείται. Κάτι σαν τη στιγμή που ανακαλύπτεις ότι κάτω από ένα πίνακα ζωγραφικής υπάρχει ένας άλλος πίνακας, που ο ζωγράφος για δικούς του λόγους κάλυψε για να ζωγραφίσει αυτόν που βλέπεις. Αυτός που βλέπεις είναι ο πίνακας που έφτιαξε για να πουλήσει. Ο από κάτω είναι ο πίνακας που ζωγράφισε για τη ψυχή του και δεν κατάφερε να πουλήσει. 

Το γεγονός ότι η προηγούμενη ταινία σου έχει διακριθεί και αναγνωριστεί είναι κάτι που δίνει αέρα στα πανιά σου ή σε επιφορτίζει με ευθύνη; Ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Δεν θέλω να φτάσω στο σημείο να κάνω ταινίες μόνο και μόνο για να διακριθούν. Μ’ αυτή την έννοια συμμερίζομαι τη ρήση του Μπέλα Μπάρτοκ ότι «οι διαγωνισμοί είναι για τα άλογα, όχι για τη τέχνη». Αν «διάκριση» εννοούμε την απήχηση στο κοινό, τότε εννοείται ότι με ενδιαφέρει να επικοινωνήσει η ταινία, διαφορετικά δεν θα υπήρχε λόγος να κάνω ταινίες. Το θέμα είναι ότι ο ανεξάρτητος κινηματογράφος μπορεί να προσεγγίσει το κοινό ουσιαστικά μόνο μέσα από τα κινηματογραφικά φεστιβάλ, μιας και ο δρόμος προς τη διανομή στις αίθουσες δεν είναι ακριβώς ανθόσπαρτος. Πλην όμως, τα κινηματογραφικά φεστιβάλ -κακώς κατά την άποψή μου- έχουν διαμορφώσει ένα διεθνές διαγωνιστικό/ ανταγωνιστικό περιβάλλον όπως επιβάλλουν οι όροι του μάρκετινγκ και της αγοράς. Οπότε, για να προσεγγίσεις το κοινό υποχρεωτικά περνάς μέσα απ’ αυτή την -πιστέψτε με- πολύ βασανιστική για τον δημιουργό διαδικασία τού διαγωνισμού και τα βραβεία βοηθούν με τη σειρά τους να προσεγγίσεις πιο μεγάλο κοινό. Είναι μια κατάσταση Catch 22. Σε κάθε περίπτωση, όσο κι αν βοηθούν τέτοιες διακρίσεις, δεν πρέπει κατ’ ουδένα λόγο να γίνονται αυτοσκοπός. Γιατί τότε μπαίνεις στον πειρασμό να κάνεις ταινίες που θα «αρέσουν» στο «σύστημα». Οπότε προσπαθώ να αντιμετωπίζω κάθε νέα μου ταινία ως ένα πρότζεκτ που ξεκινά από το μηδέν, χωρίς να αφήνω τις επιτυχίες ή αποτυχίες προηγούμενης δουλειάς μου να αποτελούν καθοριστικό παράγοντα.

Ποιους συνειρμούς σού προκαλεί η σκέψη για τον ρόλο του κινηματογράφου απέναντι στα προβλήματα της εποχής μας; Δεν θεωρώ ότι ο κινηματογράφος αποτελεί ένα συμπαγές είδος. Ο κινηματογράφος που μ’ ενδιαφέρει είναι αυτός που με ειλικρινή τρόπο διερευνά από τη μια τις πιο ευαίσθητες και σκοτεινές πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης κι από την άλλη εκφράζει απόψεις, ιδέες, ανησυχίες για το πώς είναι ή πώς θα έπρεπε να είναι οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων σε κάθε επίπεδο: από τις διαπροσωπικές σχέσεις μέχρι τη σχέση των ανθρώπων με την εξουσία. Αυτός ο κινηματογράφος δεν μπορεί να παραμένει σιωπηλός απέναντι στον σκοταδισμό της εποχής μας. Όταν η ίδια η πραγματικότητα ξεπερνά την τέχνη, τότε δεν μπορούμε ως κινηματογραφιστές να παραμένουμε «κρυμμένοι» μέσα στο «κουκούλι» της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Προσωπικά, δεν το βρίσκω ειλικρινές. Επειδή υποθέτω πως το ερώτημα αναφέρεται και στη συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία, θα πω πως χαίρομαι πολύ που σε όλο τον κόσμο πολλοί, νέοι κυρίως, κινηματογραφιστές με κάθε ευκαιρία βγαίνουν και μιλούν ανοιχτά για τη φρικαλεότητα που συμβαίνει αυτή τη στιγμή στη Γάζα και την Παλαιστίνη.» (Συνέντευξη του σκηνοθέτη Άδωνι Φλωρίδη στον Γιώργο Σαββινίδη για το philenews.com)

Σκηνοθεσία & σενάριο: Άδωνις Φλωρίδης Φωτογραφία: Γιώργος Ραχματούλιν Μοντάζ: Στυλιανός Κωνσταντίνου Μουσική: Αντώνης Αντωνίου Ηθοποιοί: Μαρίνα Μακρή, Λουκία Βασιλείου, Γιολάντα Χριστοδούλου, Νεόφυτος Νεοφύτου, Γιώργος Αναγιωτός, Χαράλαμπος Χαραλάμπους, Γιώργος Ευαγόρου, Έλενα Καλλινίκου, Αλέξανδρος Μαρτίδης, Στέλιος Ανδρονίκου, Στέφανος Σωτηρίου, Γρηγορία Γκρέκο Χριστοφίδη Διάρκεια: 104′ Γλώσσα: Ελληνικά με γαλλικούς υπότιτλους Παραγωγή: Κύπρος, 2024