ΚΟΥΕΜΑΝΤΑ (QUEIMADA / BURN!)

ΔΕΥΤΕΡΑ 27/5/2024 – ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ ΡΙΟ 3, ΩΡΑ 8:15 Μ.Μ.

Mε την ταινία που προβλήθηκε στην πρώτη μας προβολή στις 31 Μαΐου 1974, κατευοδώνουμε τον γενέθλιο μήνα μας και κλείνουμε τις φετινές χειμερινές μας προβολές. Το 1844, ένας Βρετανός πράκτορας φτάνει στην πορτογαλική αποικία Κουεμάντα στην Καραϊβική με στόχο να διασφαλίσει τα βρετανικά συμφέροντα στο εμπόριο της ζάχαρης στην περιοχή. Αφού υποκινεί μια επιτυχημένη εξέγερση των σκλάβων εναντίον των Πορτογάλων αποικιοκρατών και εγκαθιδρύει μια κυβέρνηση-μαριονέτα αποχωρεί, αλλά δέκα χρόνια μετά αναγκάζεται να επιστρέψει ώστε να καταπνίξει αυτή τη φορά μια εξέγερση εναντίον των βρετανικών συμφερόντων. Από τον Ιταλοεβραίο σκηνοθέτη Τζίλο Ποντεκόρβο, που μας έδωσε και τη Μάχη της Αλγερίας, η Κουεμάντα παραμένει μέχρι και σήμερα μία από τς σημαντικότερες αντιαποικιακές κινηματογραφικές δημιουργίες.

Στο πλαίσιο των εορταστικών εκδηλώσεων για τα πενηντάχρονα της Κινηματογραφικής Λέσχης Λεμεσού, την ταινία θα προλογίσει ο Κώστας Μακρίδης, ιδρυτικό μέλος της Λέσχης και πρώην πρόεδρος του ΔΣ.

«[…] Η επόμενη μεγάλου μήκους ταινία τού Pontecorvo, το Queimada! του 1969 με πρωταγωνιστή τον Μάρλον Μπράντο, ήταν ένα ακόμη αντιαποικιακό φιλμ που, αυτή τη φορά, δεν απαθανάτιζε ένα μεμονωμένο ιστορικό γεγονός αλλά ανέπλαθε, μέσ’ από μια ιδεοτυπική μυθοπλασία, όλη την ιστορία τής αποικιοκρατίας στη Λατινική Αμερική. Εδώ, αν μου επιτρέπεται να πω, έγκειται η τεράστια μορφωτική του αξία –αφήνοντας κατά μέρος προς στιγμήν τις ιδιαζόντως κινηματογραφικές του ποιότητες– όπως μοιάζει να έχει προκαταβολικά συλληφθεί από τον Αριστοτέλη στο περίφημο εδάφιο της Ποιητικής του που συγκρίνει την απλή εξιστόρηση των γεγονότων με την καλλιτεχνική (δομική) τους ανάπλαση:

ο ιστορικός μάς λέει τί όντως συνέβη, ο ποιητής μάς λέει τί είδους πράγματα μπορεί να συμβούν […] Η ποίηση μιλάει για το καθόλου, ενώ η ιστορία για το επιμέρους.3


Έγχρωμο αυτή τη φορά, το φιλμ είναι αρθρωμένο με σαφώς πιο συμβατικό αφηγηματικό τρόπο από τη Μάχη τού Αλγερίου (ούτως ή άλλως, ο Pontecorvo δεν πειραματίστηκε ποτέ πολύ με τη φόρμα, υποβάλλοντας κατά κάποιον τρόπο την άποψη ότι ο ρεαλισμός είναι η προσήκουσα γλώσσα τού πολιτικού φιλμ). Η ιστορία ξετυλίγεται το 1844 σε ένα φανταστικό νησί των Μικρών Αντιλλών, την Κεϊμάδα (που σημαίνει «καμμένη»), όταν ένας εγγλέζος πράκτορας, ο Sir William Walker (Μάρλον Μπράντο), καταφθάνει απεσταλμένος τού Αγγλικού Υπουργείου Ναυτικών με αποστολή να υποκινήσει μια εξέγερση των μαύρων σκλάβων κατά της Πορτογαλικής διοίκησης. Με τα λόγια ενός ναύτη δίνεται λιτά το ιστορικό περίγραμμα: το νησί κατακτήθηκε από το Πορτογαλικό στέμμα και ο ιθαγενής πληθυσμός των Ινδιάνων εξοντώθηκε· στη θέση τους μεταφέρθηκαν μαύροι σκλάβοι από την Αφρική για να εργαστούν στις φυτείες ζαχαροκάλαμου – δεδομένου ότι η «βασίλισσα ζάχαρη» υπήρξε η κύρια πηγή πλούτου για την Πορτογαλία από τον δέκατο πέμπτο μέχρι και τον δέκατο όγδοο αιώνα, ιδίως στην Καραϊβική και στα παράλια της Βραζιλίας (όπως υπήρξαν αντίστοιχα τα μεταλλεύματα της ενδοχώρας, και κυρίως ο άργυρος, για το Στέμμα τής Καστίλλης)· η Βρετανία, που ανέρχεται εν τω μεταξύ ως αποικιακή δύναμη, θέλει να ανοίξει το νησί στην εκμετάλλευση των δικών της εταιρειών ζάχαρης: και αυτό προϋποθέτει, πρώτον, την ανεξαρτοποίηση των περιοχών από τα ιβηρικά βασίλεια και την ανακήρυξή τους σε αυτόνομα κράτη, ωστόσο ανίσχυρα και υποταγμένα στο άνισο διεθνές εμπόριο· δεύτερον, τη μετατροπή των σκλάβων σε «ελεύθερους» εργάτες που πωλούν την εργατική τους δύναμη στους λευκούς μεγαλογαιοκτήμονες (οι οποίοι παράγουν με φεουδαρχικούς όρους μεν, αλλά εντασσόμενοι σε ένα διεθνές σύστημα κεφαλαιοκρατικής αγοράς, το λεγόμενο «τριμερές εμπόριο»: εργατικά χέρια από την Αφρική – αγροτική παραγωγή στις φυτείες του Νέου Κόσμου – βιομηχανικά προϊόντα στις ευρωπαϊκές μητροπόλεις).
 
Αυτή είναι με λίγα λόγια η πραγματική ιστορία τής Λατινικής Αμερικής, που όντως αποτίναξε τις παρωχημένες μορφές αποικιακής κυριαρχίας μεταξύ 1804-1833 και σχημάτισε έναν αριθμό ανεξάρτητων κρατών, τα οποία περιήλθαν αμέσως σε οικονομική εξάρτηση από την αναδυόμενη Βρετανία (στην οποία κατέληξε ουσιαστικά ο πλούτος τής Ισπανίας και της Πορτογαλίας, ως πιστωτή των σπάταλων αυλών τους)· και στην καμπή προς τον εικοστό αιώνα, βέβαια, την σκυτάλη αυτής της εξάρτησης παρέλαβαν οι ΗΠΑ. Το μεγάλο προδρομικό γεγονός ήταν η επανάσταση των μαύρων σκλάβων τής Αϊτής υπό τον Τουσαίν Λ’ Ουβερτύρ (1791-1804, στον απόηχο της Γαλλικής Επανάστασης)· το γεγονός αναφέρεται ονομαστικά στην εξέλιξη της ταινίας σε μιαν αποστροφή τού λόγου τού άγγλου πράκτορα – ωστόσο τα πάντα δείχνουν ότι ο Pontecorvo τη σχεδίασε έτσι ώστε να θυμίζει σε όλες τις λεπτομέρειές της αυτό το κοσμοϊστορικό συμβάν.
 
Τα γεγονότα που ακολουθούν στην ταινία έχουν επίσης μια ιδεοτυπική αλληλουχία: ο βρετανός πράκτορας χειρίζεται με πανουργία τους μαύρους σκλάβους και τους λευκούς γαιοκτήμονες ξεχωριστά· υποκινεί μια επιτυχημένη εξέγερση και δημιουργεί έναν αληθινό μαύρο ήρωα, τον José Dolores (Εβαρίστο Μάρκεζ), ο οποίος και τίθεται επικεφαλής τής προσωρινής επαναστατικής κυβέρνησης· όταν αυτός αναγκάζεται να παραιτηθεί υπό την ασφυκτική πίεση των βρετανικών εταιρικών συμφερόντων, τη θέση τής επαναστατικής κυβέρνησης παίρνει ένα καθεστώς ανδρεικέλων υπό τον αδύναμο –μιγάδα– κυβερνήτη Teddy Sanchez (Ρενάτο Σαλβατόρε) και, αφού τα βρετανικά συμφέροντα έχουν πλέον διασφαλιστεί, ο William Walker εγκαταλείπει το νησί.4
 
Δέκα χρόνια αργότερα όμως θα επιστρέψει, μισθωμένος άμεσα τώρα από τη Βρετανική Εταιρεία Ζαχάρεως, διότι μια νέα εξέγερση του μαύρου πληθυσμού –που δεν είναι πλέον σκλάβοι αλλά εξαθλιωμένοι «ελεύθεροι» εργάτες– σοβεί, με ηγέτη και πάλι τον José Dolores. Τώρα ο βρετανός πράκτορας και ο μαύρος επαναστάτης θα βρεθούν αντιμέτωποι σε ένα παιχνίδι θανάτου: αναπτύσσεται μεταξύ τους μια δραματική αναμέτρηση, όχι μόνο ιδεολογική αλλά και υπαρξιακή, που στίζεται από ένα αμφιθυμικό ψυχολογικό στοιχείο με λεπτούς ομοφυλοφιλικούς επιτονισμούς. Οι χειρισμοί τού Wllliam Walker μάς δίνουν και πάλι μια επιτομή τής βρετανικής στρατηγικής σε όλο τον δέκατο ένατο και τον πρώιμο εικοστό αιώνα: όταν ο αδύναμος κυβερνήτης διστάζει να φτάσει στα άκρα, ανατρέπεται με καθοδηγούμενο πραξικόπημα κι εκτελείται επί εσχάτη προδοσία· η «προστάτιδα δύναμη» εγκαταλείπει τα προσχήματα και στέλνει προς ενίσχυση τακτικό στρατό· και ο πράκτοράς της βάζει μπρος μιαν αδίστακτη γενοκτονική πολιτική, που θα κρίνει το αποτέλεσμα. Τελευταίος διπλωματικός χειρισμός, η αποφυγή να μετατραπεί ο José Dolores σε ήρωα με τον ένδοξο θάνατό του· εκείνος όμως δηλώνει: «Αν αυτούς τους βολεύει να ζήσω, εμένα με βολεύει να πεθάνω».
 
Θα ήθελα να επισημάνω προκαταβολικά δύο ακόμα ρητορικές αποστροφές τού William Walker, διότι έχουν θέση παραδειγματικών λόγων που εκθέτουν –με θουκυδίδειο τρόπο, θα έλεγε κανείς– την υποκρυπτόμενη δομή των πράξεων. Λέει αυτός στους λευκούς γαιοκτήμονες, τις παραμονές τής πρώτης εξέγερσης:
 

Τώρα όπως βλέπετε, η Αγγλία επιθυμεί το ίδιο πράγμα μ’ εσάς: το ελεύθερο εμπόριο. Κι επομένως το τέλος τής ξένης κατοχής σε όλη τη Λατινική Αμερική. Αλλ’ αυτό που δεν επιθυμεί η Αγγλία, ούτε κι εσείς άλλωστε, είναι να φτάσουν αυτές οι εξεγέρσεις στις έσχατες συνέπειές τους. 

 
Και αλλού, σε έναν εξομολογητικό μονόλογο:
 

Εμένα οι ιδέες μου αφορούν στο πώς να κάνουμε κάτι, όχι στο γιατί να το κάνουμε.

 
Έχει θέση, βεβαίως, μιας ψυχολογικής σκιαγραφίας τού τυχοδιώκτη· αποκαλύπτει όμως μια ευρύτερη στάση, με φιλοσοφικά σεσημασμένο ιστορικό βάρος, που ανιχνεύεται στην καρδιά τού προμηθεϊκού αποικιακού και βιομηχανικού εγχειρήματος της νεώτερης Δύσης, υπορρέοντας όλο τον πολιτισμό τής πρωταρχικής συσσώρευσης και της τεχνοκεφαλαιοκρατικής κυριάρχησης του κόσμου: αυτό που σήμερα ονομάζουμε τεχνική (εργαλειακή) ορθολογικότητα.   
 
Δύο στοιχεία που θεωρώ ότι αξίζει να τονιστούν στην ταινία είναι, πρώτον, η ανάγλυφη και εις βάθος απεικόνιση των χαρακτήρων, με πλούσιες ψυχολογικές λεπτομέρειες – στο οποίο συμβάλλει η συγκλονιστική ερμηνεία των δύο πρωταγωνιστών, του Μάρλον Μπράντο και του Εβαρίστο Μάρκεζ, και το οποίο έχει το εξής, φαινομενικά μόνο παράδοξο, αποτέλεσμα: όσο πιο συγκεκριμένα πραγματικοί εμφανίζονται αυτοί σαν πρόσωπα, με τις μη επιλύσιμες ανθρώπινες αντιφάσεις τους, τόσο πιο πειστικά γίνονται ενσαρκωτές εμβληματικών κοσμοαντιλήψεων, ιδεών και στάσεων ζωής· και δεύτερον, ο πλούτος των εθνογραφικών στοιχείων από τα οποία βρίθει η ταινία και τα οποία συμβάλλουν στην αίσθηση του αβίαστου ρεαλισμού που αποπνέει – στα οποία περιλαμβάνεται η προτίμηση του Pontecorvo να χρησιμοποιεί ανθρώπους από τον ίδιο τον βιόκοσμο που απεικονίζει κι ελάχιστα επαγγελματίες ηθοποιούς (ο Μάρκεζ ήταν βοσκός από την Κολομβία, αναλφάβητος), τελευταίο σημείο επαφής του με τον νεορεαλισμό. Δείτε για παράδειγμα τις εξαίσιες σκηνές τού καρναβαλιού, με τον πλούτο από αυθεντικά αφρικανικά στοιχεία που κρατούν, αλλά και την υποκρυπτόμενη εκεί νύξη ενός μοτίβου με μεγάλη θεωρητική και ανθρωπολογική σημασία, που δεν μπορώ ν’ αναπτύξω περισσότερο εδώ: των σχέσεων της γιορτής με την εξέγερση.» (Από κριτική ανάλυση του Φώτη Τερζάκη που δημοσιεύτηκε στο pressproject.gr)

Σκηνοθεσία: Τζίλλο Ποντεκόρβο Σενάριο: Φράνκο Σολίνας & Τζόρτζιο Αρλόριο Πρωταγωνιστούν: Μάρλον Μπράντο, Εβαρίστο Μάρκες, Ρενάτο Σαλβατόρι κ.ά. Διάρκεια: 129′ Γλώσσα: Ιταλικά με ελληνικούς υπότιτλους Παραγωγή: Ιταλία, 1969.