ΔΕΥΤΕΡΑ 19/2/2024 – ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ ΡΙΟ 3, ΩΡΑ 8:15 Μ.Μ.
Ο Ρούντολφ και η Χέντγουιγκ ζουν σε ένα όμορφο σπίτι κοντά στο ποτάμι, περνούν ποιοτικό χρόνο με τα πέντε παιδιά τους και φροντίζουν τον κήπο και το νοικοκυριό. Eίναι οι τέλειοι οικογενειάρχες, μόνο που το επώνυμό τους είναι Ες (Höss) και ο Ρούντολφ είναι ο διοικητής του Άουσβιτς, το οποίο βρίσκεται πίσω ακριβώς από την ειδυλλιακή αυλή τους. Στην ταινία που απέσπασε το Μεγάλο Βραβείο του Φεστιβάλ των Καννών και τα εγκώμια των κριτικών, ο Τζόναθαν Γκλέιζερ αφήνει τη φρίκη του Άουσβιτς έξω από το κάδρο και στρέφει τον φακό του στην άλλη πλευρά του φράκτη, εκεί όπου η καθημερινότητα κυλά ήσυχα, όμορφα και συνηθισμένα, σηκώνοντας έτσι έναν τρομακτικό καθρέφτη που, αντί για την ομοιότητά μας με τα θύματα, αντανακλά την ομοιότητά μας με τους θύτες.
«[…] Η ταινία εξιστορεί την ειδυλλιακή καθημερινότητα της επταμελούς οικογένειας του διοικητή, ο οποίος μαζί με τη σύζυγό του Χέντγουιγκ έχουν στήσει τον ολάνθιστο, τακτοποιημένο και αδιατάρακτο επί της γης παράδεισό τους –ένα ευρύχωρο σπίτι με πανέμορφο κήπο– ακριβώς δίπλα από την περίφραξη του στρατοπέδου συγκέντρωσης. Παιχνίδια με τα παιδιά, λίγη κηπουρική, μια βαρκάδα στη διπλανή λίμνη, συναντήσεις με επιχειρηματίες και μηχανικούς, γιορτινά γεύματα, η βραδινή ανάγνωση ενός παιδικού παραμυθιού, μηνύματα στον τηλέγραφο. Η αναγγελία της μετάθεσής του στο Βερολίνο, όμως, θα αρχίσει να περιπλέκει τις σχέσεις του Ρούντολφ με υψηλά ιστάμενους ναζί, αλλά και με τη Χέντγουιγκ.
Καλύπτοντας για λογαριασμό του περιοδικού «New Yorker» τη δίκη του Άντολφ Άιχμαν στο Ισραήλ, η Γερμανοεβραία φιλόσοφος Χάνα Άρεντ σόκαρε τους πάντες (από τους κομμουνιστές και τους φιλελεύθερους ως τους συμπατριώτες της), παρουσιάζοντας τον διαβόητο εγκληματία όχι σαν γραφικό κτήνος, αλλά σαν έναν «απλό γραφειοκράτη, ανίκανο να σκεφτεί». Μιλώντας για την «κοινοτοπία του κακού», ανέλυσε καίρια τη ναζιστική κοσμοθεωρία, ακτινογραφώντας την πολιτικά, ιστορικά και ταξικά, αποφεύγοντας κάθε εύπεπτη αναφορά σε εθνικές ιδιαιτερότητες και ψυχοπαθολογικές παρεκκλίσεις. Το ίδιο ακριβώς επιχειρεί και ο Γκλέιζερ με αξιοθαύμαστη σκηνοθετική ακρίβεια, υποδειγματικό αφηγηματικό τέμπο και χωρίς την παραμικρή διδακτική παρασπονδία ή την υποψία επίκλησης στα ανθρωπιστικά αισθήματα του θεατή. Η κάμερά του δεν περνάει ποτέ από την εσωτερική πλευρά του συρματοπλέγματος, επιμένοντας σε ακίνητα, αυστηρά μεσαία και μακρινά πλάνα. Έτσι, αποτροπιασμός, γαλήνη, γενοκτονία και γλυκιά ζωή αγκαλιάζονται με έναν αποστασιοποιημένο κινηματογραφικά τρόπο, που αναδεικνύει τον πυρήνα του ιστορικού κακού στην προσωπική «ζώνη ενδιαφέροντος» του καθενός, η οποία μας απορροφά και μας αποκόπτει –με ολέθρια αποτελέσματα– από τη μνήμη, την ενσυναίσθηση, την κοινωνική ευθύνη.
Ο Γκλέιζερ δουλεύει ιδιοφυώς και αντιστικτικά. Από τη μια μεριά μάς υπνωτίζει με γεωμετρικά, πανέμορφα πλάνα αποστειρωμένης ευτυχίας και από την άλλη μας ανησυχεί διαρκώς με έναν εφιαλτικό ηχητικό σχεδιασμό βγαλμένο από μια δαντική κόλαση (το σκορ της Μίκα Λέβι, οι μηχανικοί ήχοι πίσω από τον τοίχο, οι ανακοινώσεις των μεγαφώνων). Σταδιακά και αμετάκλητα, αυτό το ηλιόλουστο οικογενειακό πορτρέτο μετατρέπεται σε ένα πολανσκικό θρίλερ χωρίς την παραμικρή ορατή απειλή και ένα συγκλονιστικό fast forward – μονταζιακό επίτευγμα δίνει την τελική, ευρύτατη διάσταση στην έννοια της «ζώνης του ενδιαφέροντος», η οποία αφορά ολόκληρη τη σύγχρονη δυτική κοινωνία. Κάθε ιστορικό γεγονός, από το ηρωικότερο ως το αδιανόητα αποτρόπαιο, έχει μετατραπεί πλέον σε μαζικό θέαμα. Ένα φινάλε-σοκ που ολοκληρώνει αριστουργηματικά αυτή την συνταρακτική διαδρομή ως την καρδιά του σκοταδιού, η οποία απέσπασε το Μεγάλο Βραβείο, αλλά και εκείνο των κριτικών στο πρόσφατο Φεστιβάλ Καννών.» (Κριτική του Χρήστου Μήτση για το athinorama.gr)
Σκηνοθεσία & σενάριο: Τζόναθαν Γκλέιζερ Φωτογραφία: Λούκας Ζαλ Μοντάζ: Πολ Γουάτς Μουσική: Μίκα Λέβι Πρωταγωνιστούν: Κρίστιαν Φρίντελ, Σάντρα Ούλερ, Ραλφ Χέρφορθ, Γιόχαν Καρτχάους κ.ά. Γλώσσα: Αγγλική με ελληνικούς υπότιτλους Διάρκεια: 105′ Παραγωγή: ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο, Πολωνία, 2023

