ΔΕΥΤΕΡΑ 25/11/2019 – ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ ΡΙΟ 3, ΩΡΑ 8:15 Μ.Μ.
Η ταινία της Ανιές Βαρντά που της χάρισε την Αργυρή Άρκτο στο Φεστιβάλ Βερολίνου. Μια τρυφερή ματιά πάνω στα ερωτικά ήθη της μεταπολεμικής γαλλικής κοινωνίας λίγο πριν τον Μάη του ’68, από τη σημαντικότερη γυναίκα εκπρόσωπο του γαλλικού νέου κύματος, που μας έφυγε τον περασμένο Μάρτιο.

Ο Φρανσουά ζει ευτυχισμένος με τη σύζυγο του Τερέζ και τα δύο τους παιδιά σε ένα εργατικό προάστιο του Παρισιού. Εκείνος είναι ξυλουργός και εκείνη μοδίστρα. Όταν ο Φρανσουά πάει σε μια άλλη πόλη για δουλειά γνωρίζει την Εμιλί, υπάλληλο ταχυδρομείου, και ξεκινάει μια σχέση μαζί της που θα φέρει δραματικές αλλαγές στην οικογενειακή του ζωή.
«Κι η αλήθεια είναι ότι ακόμα και σήμερα, πάνω από μισό αιώνα μετά, το «Le Bonheur» προκαλεί αμηχανία στην ερμηνεία του, ακόμα και στην κατηγοριοποίησή του. Πρόκειται για σάτιρα, αλληγορία ή ηθογραφία; Είναι ένα έργο αμοραλιστικό ή βαθύτατα ηθικό; Περιγράφει μια μοντέρνα κι αντισυμβατική ερωτική ιστορία ή σατιρίζει τα ερωτικά ήθη μια νέας, polyamorous εποχής; Κι η ματιά της Βαρντά είναι φεμινιστική ή υποκύπτει στην κυριαρχία του ανδρικού βλέμματος που υποτίθεται ότι στηλιτεύει; Η μήπως τελικά η ταινία είναι ένα φορμαλιστικό κινηματογραφικό πείραμα στον πνεύμα και τον απόηχο της nouvelle vague, της οποίας η Βαρντά ήταν άλλωστε η πρωτοπόρος; Ολες οι απαντήσεις και τα επιχειρήματα για τη μία ή την αντίθετη άποψη βρίσκουν έρεισμα στη μόλις 80 λεπτών ταινία κι εκεί ακριβώς έγκειται η γοητεία της. Γιατί η ιστορία είναι φαινομενικά απλή, στα όρια της απλοϊκότητας, είναι, όμως, η σκηνοθεσία κι η πλανοθεσία της Βαρντά που χτίζουν κι αποδομούν τα πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης. Η Βαρντά δήλωσε ότι με την «Ευτυχία» ήθελε να κάνει μια ταινία που θα μοιάζει με ένα τέλειο φρούτο, μέσα στο οποίο κρύβεται ένα σκουλήκι. Κι αλήθεια είναι ότι από την αρχή η οικογενειακή ζωή που απεικονίζεται μοιάζει ύποπτα τέλεια και αψεγάδιαστη, μια οικογενειακή φωτογραφία διαρκείας στην οποία όλα τα μέλη χαμογελούν, κρύβοντας επιμελώς τη σκοτεινή άβυσσο που ελλοχεύει κάτω από μια γυαλιστερή επιφάνεια. Στη μεταπολεμική Γαλλία του Ντε Γκολ και της ανοικοδόμησης των ήσυχων προαστίων αυτή η απεικόνιση της νέας αστικής τάξης, ειδικά λίγα χρόνια πριν το Μάη του 1969, αποκτά μια σαφέστατα ειρωνική διάσταση, πόσο μάλλον όταν την οικογένεια της ταινίας υποδύεται μια οικογένεια στην πραγματική ζωή, προσδίδοντας ένα ακόμα επίπεδο ερμηνείας. […]
Ακόμα και η φύση μοιάζει πλαστή μέσα στα εκτυφλωτικά της χρώματα και υπό τους μελωδικούς ήχους της μουσικής του Μότσαρτ που συνομιλούν με τις εικόνες και τους δίνουν τον ανάλαφρο και παιγνιώδη ρυθμό της. Δεν είναι καθόλου τυχαίο, άλλωστε, ότι αυτή είναι η πρώτη έγχρωμη ταινία της Βαρντά, στην οποία η σκηνοθέτης μοιάζει να ανακαλύπτει εκ νέου το χρώμα και συνθέτει μια φωτεινή συμφωνία χρωμάτων, πίσω από την οποία κρύβεται επιμελώς το σκοτάδι. Αυτή η ποπ αισθητική είναι διάχυτη ακόμα και στην πόλη, όπου στα πολύχρωμα κτίρια οι πινακίδες κρύβουν συνθήματα που σχολιάζουν, ερμηνεύουν ή αποδομούν τα δρώμενα, όσο η Βαρντά δεν παύει να υπενθυμίζει ότι είμαστε στο σύμπαν μιας ταινίας, ένα φορμαλιστικό κατασκεύασμα από τη φύση του τεχνητό, που αποκαλύπτει όμως την αλήθεια του μέσα από το ψεύδος, όπως δίδαξε άλλωστε η nouvelle vague.
[…] η Βαρντά υπενθυμίζει ότι και η ευτυχία ίσως δεν είναι τελικά παρά μόνο μια ψευδαίσθηση που διαμορφώνεται κάθε φορά από τις κυρίαρχες κοινωνικές, πολιτικές και ιδεολογικές δομές και βρίσκει την ιδεατή μορφή της μόνο σε κάτι τόσο σαγηνευτικά επίπλαστο, όσο η μεγάλη οθόνη. (Κριτική του Τάσου Χατζηεφραιμίδη στο flix.gr)
Ηθοποιοί: Ζαν Κλωντ Ντρουό, Μαρί Φρανς Μπουαγιέ, Μαρσέλ Φορ Μπερντάν, κ.ά. Παραγωγή: 1965 Γλώσσα: Γαλλική με ελληνικούς υπότιτλους Διάρκεια: 80΄